τετολμηκότως

τετολμηκότως
τετολμηκότως
boldly
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετολμηκότως — Α επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, ότος τού τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”